- τετραπλασιάζω
- μετ. увеличивать в четыре раза; умножать на четыре
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τετραπλασιάζω — τετραπλασιάζω, τετραπλασίασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
τετραπλασιάζω — ΝΜΑ [τετραπλάσιος] καθιστώ κάτι τετραπλάσιο, πολλαπλασιάζω κάτι επί τέσσερα … Dictionary of Greek
τετραπλασιάζω — τετραπλασίασα, τετραπλασιάστηκα, κάνω κάτι τετραπλάσιο, πολλαπλασιάζω επί τέσσερα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τετραπλασιασθέντα — τετραπλασιάζω make fourfold aor part pass neut nom/voc/acc pl τετραπλασιάζω make fourfold aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραπλασιάζει — τετραπλασιάζω make fourfold pres ind mp 2nd sg τετραπλασιάζω make fourfold pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραπλασιαζόμενα — τετραπλασιάζω make fourfold pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραπλασιαζόμεναι — τετραπλασιάζω make fourfold pres part mp fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραπλασιασθείσης — τετραπλασιάζω make fourfold aor part pass fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραπλασιασθέν — τετραπλασιάζω make fourfold aor part pass neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραπλασιασθέντες — τετραπλασιάζω make fourfold aor part pass masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραπλασιασθήσεται — τετραπλασιάζω make fourfold fut ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)